- πειθαναγκάζω
- μετ. уговаривать, применяя давление, угрозы; принуждать;
πειθαναγκάζομαι αμετ. — давать согласие под давлением, угрозой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πειθαναγκάζομαι αμετ. — давать согласие под давлением, угрозой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πειθαναγκάζω — πειθαναγκάζω, πειθανάγκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πειθαναγκάζω — Ν αναγκάζω κάποιον να πεισθεί παρά τη θέλησή του, πείθω κάποιον να υπακούσει, να συμφωνήσει μαζί μου είτε με υλική βία είτε με ψυχολογική βία και απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθανάγκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό] … Dictionary of Greek
πειθαναγκάζω — πειθανάγκασα, πειθαναγκάστηκα, πειθαναγκασμένος, αναγκάζω κάποιον με ψυχολογική βία να δεχτεί κάτι, να πειστεί: Δεν ήθελε, αλλά πειθαναγκάστηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειθαναγκασμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πείθαναγκάζω, το να πείθει κανείς κάποιον με βία ή με απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθαναγκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek